κογχυλίας
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1465] ὁ, = κογχίτης, mit u. ohne λίθος, Ar. frg. 240 bei Poll. 7, 100.
Greek (Liddell-Scott)
κογχῠλίας: (δηλ. λίθος), ὁ, = κογχίτης, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 240.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
κογχῠλίας: ου ὁ мрамор с отпечатками раковин Arph.