κογχύλη

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κογχῠλη Medium diacritics: κογχύλη Low diacritics: κογχύλη Capitals: ΚΟΓΧΥΛΗ
Transliteration A: konchýlē Transliteration B: konchylē Transliteration C: kogchyli Beta Code: kogxu/lh

English (LSJ)

ἡ, = κόγχη, v.l. in Ph.1.536, cf. AP9.214 (Leo).

German (Pape)

[Seite 1465] ἡ, = κόγχη; bes. die Purpurschnecke, VLL.; Philo u. a. Sp. – Übertr., λόγων Leo Philos. ep. 5 (IX, 214).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
coquillage.
Étymologie: cf. κόγχη.

Russian (Dvoretsky)

κογχύλη: (ῠ) ἡ улитка, преимущ. пурпурная Anth.

Greek (Liddell-Scott)

κογχύλη: ἡ, = κόγχη, Φίλων 1. 536, Ἀνθ. Π. 9. 214 ἔνθα ῠ.

Greek Monolingual

η (AM κογχύλη)
το κοχύλι
μσν.-αρχ.
η πορφύρα που παρασκευαζόταν από κοχύλια («τὸ γὰρ τῆς βαφῆς ἄτιον ἐκ θαλάττης ἡ ὁμωνυμοῦσα κογχύλη», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχος + κατάλ. -ύλη (πρβλ. αγκύλη, κανθύλη)].

Greek Monotonic

κογχύλη: [ῠ], ἡ = κόγχη, σε Ανθ.

Middle Liddell

κογχῠ́λη, ἡ, = κόγχη, Anth.]