κολοβοτράχηλος

Revision as of 09:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ᾰ], ον,    A stump-necked, Adam.2.21.

German (Pape)

[Seite 1474] kurzhalsig, Adam. phys. 2, 16.

Greek (Liddell-Scott)

κολοβοτράχηλος: -ον, ἔχων κολοβόν, ἤτοι ἀτελῶς ἀνεπτυγμένον τράχηλον, Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2. 16.

Greek Monolingual

κολοβοτράχηλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ατελώς ανεπτυγμένο τράχηλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + τράχηλος.