τό, Dim. of A κόρυμβος 111, Dsc.3.94. II = λυχνὶς στεφανωματική, Ps.-Dsc.3.100.
κορύμβιον, τὸ (Α)1. (υποκορ. του κόρυμβος) μικρός λοφίσκος άνθους ή καρπού κισσού2. το φυτό λυχνίς η στεφανωματική.