τό, = foreg., Ath.11.474e, Hsch. A s.v. καλαμίς, al.
κοσμάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόσμος, Ἀθήν. 474Ε, Ἡσύχ.
κοσμάριον, τὸ (Α)μικρό κόσμημα, κοσμηματάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμος «στόλισμα, στολίδι» + υποκορ. κατάλ. -άριον].