Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στολίδι

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

το / στολίδιον ΝΜΑ
νεοελλ.
1. καθετί το οποίο κοσμεί ή διακοσμεί («η κόρη μου είναι το στολίδι του σπιτιού μου»)
2. φρ. «τα στολίδια του αϊνά»
ναυτ. ο τέρμονας
νεοελλ.-μσν.
κόσμημα
αρχ.
δερμάτινο χιτώνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στολή + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. σφαιρίδιον)].