κοχλιός

Revision as of 09:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A = κοχλίας, Gloss.; screw of διόππρα, Paul.Aeg.6.73, Aët.16.89.

Greek Monolingual

και χοχλιός, ο (AM κοχλιός)
ο κοχλίας, το σαλιγκάρι
αρχ.
βίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + κατάλ. -ιός (πρβλ. θαλαμ-ιός, χαραδρ-ιός). Ο τ. χοχλιός < κοχλιός, με προληπτική αφομοίωση].