κουρίας

Revision as of 09:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ου, ὁ,    A one who wears his hair short, ἐν χρῷ κ. Luc.Fug.27, Vit.Auct.20, D.L.6.31; cf. ἐγχρωκουρίας.

Greek (Liddell-Scott)

κουρίας: -ου, ὁ, ὁ ἔχων βραχεῖαν κόμην, κεκαρμένος, Λουκ. Δραπ. 27, Βίων Πρᾶσ. 20, Διογ. Λ. 6. 31.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui a les cheveux coupés.
Étymologie: κουρά.

Greek Monolingual

κουρίας, ὁ (Α)
αυτός που έχει κουρεμένα μαλλιά («τὸν ἐν χρῷ κουρίαν ἐκεῑνον», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουρά + επίθημα -ίας].

Greek Monotonic

κουρίας: -ου, ὁ (κουρά), κάποιος με κοντά μαλλιά, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

κουρίας: ου adj. m стриженый Luc., Diog. L.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κουρίας -ου [κουρά] als adj. met kort(geknipt) haar.

Middle Liddell

κουρίας, ου, κουρά
one with short hair, Luc.