κρινάνθεμον

Revision as of 09:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A houseleek, Hp.Nat.Mul.32.    2 = ἡμεροκαλλές, Ps.-Dsc.3.122.

German (Pape)

[Seite 1509] τό, Hauslaub, sedum, Hippocr.

Spanish

siempreviva

Greek Monolingual

κρινάνθεμον, τὸ (Α)
1. το φυτό ευαείζωον το επίστεγον που φυτρώνει στις στέγες τών σπιτιών
2. το φυτό ημεροκαλλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + ἄνθεμον.