κρινάνθεμον
English (LSJ)
τό, A houseleek, Hp.Nat.Mul.32. 2 = ἡμεροκαλλές, Ps.-Dsc.3.122.
German (Pape)
[Seite 1509] τό, Hauslaub, sedum, Hippocr.
Spanish
Greek Monolingual
κρινάνθεμον, τὸ (Α)
1. το φυτό ευαείζωον το επίστεγον που φυτρώνει στις στέγες τών σπιτιών
2. το φυτό ημεροκαλλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + ἄνθεμον.