κραταιβάτης

Revision as of 09:59, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[βᾰ], ου, Dor. -τᾱς, α, ὁ,    A striding in might, epith. of Zeus, IG4.669 (Nauplia).

Greek Monolingual

κραταιβάτης, -ου, δωρ. τ. κραταιβάτας, ὁ (Α)
επιγρ. (ως επίθ. του Διός) αυτός που προχωρεί με ισχυρά βήματα, που βαδίζει δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορει-βάτης, σχοινο-βάτης.