κῠνηγ-ός, A v. κυναγός.
κῠνηγίς: κῠνηγός, ἴδε ἐν λ. κυναγός.
κυνηγίς, -ίδος, ἡ (Α)μτγν. θηλ. του κυνηγός.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυνηγός + κατάλ. -ίς (πρβλ. αιλουρ-ίς, θωρακ-ίς)].