κυκληδόν

Revision as of 10:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Adv.    A in a circle, περιβλέψας τὸ πλῆθος Posidon.36 J.

German (Pape)

[Seite 1526] im Kreise, rings herum, Posidon. bei Ath. V, 212 f.

Greek (Liddell-Scott)

κυκληδόν: Ἐπίρρ., ἐν κύκλῳ, κυκλοτερῶς, Ποσειδών. παρ’ Ἀθην. 212F.

Greek Monolingual

κυκληδόν (Α)
επίρρ. κυκλικά, με κύκλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. αγελ-ηδόν, πρην-ηδόν)].