κύκλευμα
English (LSJ)
ατος, τό, A water-wheel, PSI1.77.18 (vi A.D.).
Greek Monolingual
κύκλευμα, τὸ (Μ) κυκλεύω
1. τροχός του νερόμυλου
2. κυκλοτερής διαδρομή
3. περιπλανητική διαδρομή.
ατος, τό, A water-wheel, PSI1.77.18 (vi A.D.).
κύκλευμα, τὸ (Μ) κυκλεύω
1. τροχός του νερόμυλου
2. κυκλοτερής διαδρομή
3. περιπλανητική διαδρομή.