κόμβωμα

Revision as of 10:21, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ατος, τό,    A robe, Id.: in pl., ornamental bands, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

κόμβωμα: τό, περίζωμα, στόλισμα. Ἡσύχ.· ― ἐν τῷ πληθ., καλλωπίσματα, Σουΐδ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κομβώματα· τὰ ἐν τοῖς ῥάβδοις μικρὸν χρυσὸν ἔχοντα ὑπὸ μεταλλέων».

Greek Monolingual

κόμβωμα, τὸ (Α)
βλ. κούμπωμα.