κόμβωμα

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόμβωμα Medium diacritics: κόμβωμα Low diacritics: κόμβωμα Capitals: ΚΟΜΒΩΜΑ
Transliteration A: kómbōma Transliteration B: kombōma Transliteration C: komvoma Beta Code: ko/mbwma

English (LSJ)

-ατος, τό, robe, Id.: in plural, ornamental bands, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

κόμβωμα: τό, περίζωμα, στόλισμα. Ἡσύχ.· ― ἐν τῷ πληθ., καλλωπίσματα, Σουΐδ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κομβώματα· τὰ ἐν τοῖς ῥάβδοις μικρὸν χρυσὸν ἔχοντα ὑπὸ μεταλλέων».

Greek Monolingual

κόμβωμα, τὸ (Α)
βλ. κούμπωμα.