A v. λάσκω. λέλησμαι, v. λανθάνω. II λέλῃσμαι, v. ληΐζομαι.
λέληκα: ἴδε ἐν λέξ. λάσκω
λέληκα: παρακ. του λάσκω.
λέληκα: эп. pf. к λάσκω.