λαγώειος
English (LSJ)
α, ον, A of or belonging to a hare, Opp.C.1.491, 519.
German (Pape)
[Seite 4] vom Hafen, = λαγῷος; ἀϋτμή, Opp. Cyn. 1, 491; λόχμαι, 519; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰγώειος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς λαγωόν, Ὀππ. Κυν. 1. 491, 519.
Greek Monolingual
λαγώειος, -εία, -ον (Α) λαγώς
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαγό.