τό, Dim. of sq., A = κοχλιάριον, Ar.Fr.809 (restd.fr. Phryn.PSp.88 B.), Hsch.; cf. λείστριον.
ου (τό) :cuiller.Étymologie: λίστρον.
λιστρίον και λίστριον, τὸ (Α)βλ. λείστριον.
λίστριον: τό совок или ложка Arph.