ἡ, dub. sens., A κ. ἀργυρᾶ ἐν σανιδίῳ προσηλωμένη IG11(2).161 B76, 199B10 (Delos, iii B.C.).
κύρβη, ἡ (AM, Α και κύρβος, τὸ)πινακίδιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Βλ. και κύρβεις.