πινακίδιο

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source

Greek Monolingual

το / πινακίδιον, ΝΜΑ πινακίς, -ίδος]
νεοελλ.
1. μικρό πινάκιο από χαρτόνι ή χαρτί στο οποίο σημειώνεται κάτι
2. τριπλότυπη κατάσταση, στην οποία αναγράφονται οι εντολές αγοραπωλησίας χρεωγράφων από χρηματιστές
μσν.-αρχ.
μικρή πινακίδα για γραφή, δελτάριο.