λακατάρατος

Revision as of 10:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ᾰρ], ον,    A = κατάρατος with intens. prefix λᾱ-, Phot. (λακκ- cod.).

Greek (Liddell-Scott)

λᾱκᾰτάρᾱτος: -ον, = κατάρατος μετὰ προθετικοῦ λα-, Φώτ.

Greek Monolingual

λακατάρατος, -ον (Α)
πάρα πολύ μισητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λα- + κατάρατος.