λειόκαυλος

Revision as of 10:44, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A smooth-stalked, Thphr.HP7.8.2.

German (Pape)

[Seite 24] glattstengelig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

λειόκαυλος: -ον, ἔχων λεῖον καυλόν, λειόκαυλα κρόμμυον, πράσον, σκόροδον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 8, 2.

Greek Monolingual

λειόκαυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει λείο καυλό («λειόκαυλον κρόμμυον», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + καυλός «στέλεχος, κορμός»].