καυλός

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυλός Medium diacritics: καυλός Low diacritics: καυλός Capitals: ΚΑΥΛΟΣ
Transliteration A: kaulós Transliteration B: kaulos Transliteration C: kavlos Beta Code: kaulo/s

English (LSJ)

ὁ,
A stem of a plant (opp. στέλεχος, of trees, Thphr. HP 1.1.9), Epich.158, Ar.Eq.824 (anap.); κ. σιλφίου ib.894; ἢ σίλφιον ἢ ὀπὸς ἢ κ. Hp.Acut.37; called ἐκ Κυρήνης κ. Hermipp.63.4; κ. ἐκ Καρχηδόνος Eub.19; κ. Λίβυς Antiph.217.13, cf. 325; κράμβης BGU1118.12 (pl., i B.C.), cf. Dsc.2.120, Archig. ap. Gal.13.331.
2 Hom. (only in Il.), spear-shaft, ἐν καυλῷ ἐάγη δολιχὸν δόρυ Il.13.162; κατεκλάσθη δ' ἐνὶ καυλῷ ἔγχος ib.608; once of a sword-hilt, ἀμφὶ δὲ καυλὸν φάσγανον ἐρραίσθη 16.338.
3 of various tubular structures in animals, πτεροῦ καυλός quill part of a feather, Pl.Phdr.251b, cf. Arist.HA504a31; neck of the bladder, ib.497a20; duct of the penis, ib. 510a26; cervix uteri, ib.510b11; ovipositor of locusts, ib.555b21.
4 shank of a fish-hook, Opp.H.3.148.
II vegetable of the cabbage kind, cole, kail, cauliflower, Alex.127.5, Anaxandr.41.58 (pl.), Eub.7.3 (pl.).
III membrum virile, Hp.Int.14, D.S.32.11, Gal.UP14.12, Ruf.Onom.101, etc. (Cf. Lat. caulus, caulis, Lith. kaáulas 'bone'.)

German (Pape)

[Seite 1408] ὁ, Stengel, Stiel, Schaft; eigtl. von Pflanzen, Hippocr., Theophr.; σιλφίου Ar. Equ. 895; Hermipp. bei Ath. I, 27 e; der junge eßbare Trieb mehrerer Pflanzen, Kohl, Alexis Ath. IV, 170 a; – πτεροῦ Plat. Phaedr. 251 b, Federkiel; Arist. H. A. 2, 12. – Bei Hom. der Lanzenschaft, nach Hesych. τὸ ἄκρον δόρατος, τὸ ἀπωξυμμένον, εἰς ὃ ἐμβιβάζεται τὸ κοῖλον τοῦ δόρατος; z. B. ἐν καυλῷ ἐάγη δολιχὸν δόρυ Il. 13, 162, wie Xen. Cyn. 10, 3; aber Il. 16, 338, ἀμφὶ δὲ καυλὸν φάσγανον ἐῤῥαίσθη, ist es das Degengefäß, Degenheft. Aehnl. von der Angel, ἐχαλκεύσανθ' ἁλιῆες καυλὸν ἐπ' ἀγκίστρῳ δολιχώτερον Opp. Hal. 3, 148. – Bei Arist. H. A. 3, 1 u. öfter, wie Nic. Th. 722, die männliche Ruthe.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. tige d'une plante;
II. p. anal.
1 extrémité pointue du bois qui s'adapte au fer de la lance;
2 garde d'une épée;
3 pénis Hippocr..
Étymologie: R. Κυ > καυ-, être enflé, être arrondi.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καυλός -οῦ, ὁ stengel, steel (van planten):. κ. σιλφίου stengel van lazerkruid Aristoph. Eq. 894. schacht (van een lans); gevest (van een zwaard); schacht (van een veer). urinebuis. Hp.

Russian (Dvoretsky)

καυλός:
1 стебель (σιλφίου Arph.; κράμβης Arst.);
2 стержень (πτεροῦ Plat., Arst.);
3 древко, преимущ. верхний конец древка: ἐν καυλῷ ἐάγη δόρυ Hom. копье переломилось в верхней части древка;
4 рукоять (κοπίδος Plut.): ἀμφὶ καυλὸν φάσγανον ἐρραίσθη Hom. меч сломался у рукояти;
5 анат. шейка (τῆς κύστεως Arst.);
6 radix penis Arst.;
7 (у насекомых), яйцеклад (ὁ πρὸς τῇ κέρκῳ κ. Arst.).

English (Autenrieth)

spear-shaft, part next the point, Il. 16.115; also sword-hilt, Il. 16.338.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ καυλός)
1. το μέρος του φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια του εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.)
2. το ανδρικό μόριο
3. αρχιτ. ο κορμός του κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο
αρχ.
1. η θήκη στην οποία εισερχόταν το στέλεχος του δόρατος («πρὶν ἐν καυλῷ ἐἀγη δολιχόν δόρυ», Ομ. Ιλ.)
2. το μετάλλινο μέρος της λαβής του ξίφους («ἀμφὶ δὲ καυλὸν φάσγανον ἐρραίσθη», Ομ. Ιλ.)
3. ονομασία διαφόρων σωληνοειδών μερών στο σώμα τών ζώων («ὁ τοῦ πτεροῦ καυλός», Πλάτ.)
4. ο τράχηλος της μήτρας («ἡ δ' ἀρχὴ μία καὶ τὸ στόμα ἕν, οἷον καυλὸς σαρκώδης σφόδρα και χονδρώδης», Αριστοτ.)
5. η ωοθήκη της ακρίδας
6. είδος λάχανου
7. το καλάμι ψαρέματος
8. το ορθό στέλεχος μεγάλων λυχνοστατών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kau-l- και συνδέεται με το λατ. caulis «κοτσάνι», το λιθουαν. kaulas «κόκαλο, μηρός» και το μσν. ιρλδ. cuaille «πάσσαλος». Η αρχική σημ. ήταν «κοτσάνι» και εξελίχθηκε μεταφορικά στη σημ. «πέος» όταν η λ. δήλωσε ευφημιστικά το ανδρικό γεννητικό όργανο.
ΠΑΡ. καυλί(ον)
αρχ.
καυλείον, καυληδόν, καυλίας, καυλίζω, καυλικός, καυλίνης, καύλινος, καυλίσκος, καυλώ, καυλώδης, καυλωτός
νεοελλ.
καυλώνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό)
αρχ.
καυλοειδής, καυλοκλυστήρ, καυλοκοπία, καυλομύκητες, καυλοπώλης, καυλοφορώ
μσν.
καυλοκινάρα, καυλοκόπος, καυλοκοπώ, καύλος, καυλοτομώ
νεοελλ.
καυλομαχώ, καυλοράπα, καυλοράπανο
(Β' συνθετικό) άκαυλος
αρχ.
εννευρόκαυλος, επαλλόκαυλος, επετειόκαυλος, επιγειόκαυλος, επτάκαυλος, ευθύκαυλος, λειόκαυλος, λευκόκαυλος, μακρόκαυλος, μεγαλόκαυλος, μονόκαυλος, νευρόκαυλος, ολιγόκαυλος, ορθόκαυλος, παχύκαυλος, περιαλλόκαυλος, πλαγιόκαυλος, πλατύκαυλος, ποικιλόκαυλος, πολύκαυλος, πορφυρόκαυλος, σκολιόκαυλος, στρογγυλόκαυλος, χαμαίκαυλος.

Greek Monotonic

καυλός: ὁ,
I. αιχμή δόρατος, σε Ομήρ. Ιλ.· λαβή ξίφους ή εγχειριδίου, στο ίδ.
II. κοτσάνι, μίσχος φυτού, σε Αριστοφ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

καυλός: ὁ, (ἴδε κυέω), τὸ Λατ. cavus, caulis = κοῖλος, «ἔστι ῥίζα μὲν δι’ οὗ ἡ τροφὴ ἐπάγεται, καυλὸς δὲ εἰς ὃ φέρεται· κ. δὲ λέγω τὸ ὑπέρ γῆς πεφυκὸς ὑφ’ ἕν· τοῦτο γὰρ κοινότατον ὁμοίως ἐπετείοις καὶ χρονίοις· ὃ ἐπὶ τῶν δένδρων καλεῖται στέλεχος» Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1.1, 9 (στέλεχος, κεῖται ἐπὶ δένδρων), Ἐπίχ. 109 Ahr. μεταφορ., τοὺς καυλοὺς τῶν εὐθυνῶν ἐκκαυλίζων καταβροχθίζει, ὁ Σχολ. «ἀπὸ τῶν τὰ λάχανα ἀποκλώντων τῇ μεταφορᾷ ἐχρήσατο», Ἀριστοφ. Ἱππ. 824· κ. σιλφίου, αὐτόθι 894· ἐντεῦθεν, σίλφιον, Ἱππ. 389. 33· καλούμενον, ἐκ Κυρήνης κ., Ἕρμιππ. ἐν «Φορμ.» 1. 4· κ. ἐκ Καρχηδόνος Εὔβουλ. «Γλαῦκ.» 1· κ. Λίβυς Ἀντιφῶν ἐν «Φιλ.» 1. 13, πρβλ. «Δυσέρ.» 1, Ἄλεξ. ἐν «Λέβ.» 2· ὑποκείμενόν τι πᾶσιν ὁ κ., ἐξ οὗ τὴν τροφὴν ἔχουσιν ὥσπερ ὀχετοῦ τινος Θεοφρ. Φυτ. Αἰτ. 4. 10, 3. 2) ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν Ἰλ.) ἐπὶ τοῦ στελέχους δόρατος, ἐν καυλῷ ἐάγη δολιχὸν δόρυ Ἰλ. Ν. 162· κατεκλάσθη δ’ ἐνὶ καυλῷ ἔγχος αὐτόθι 608, «τὸ ἄκρον ξύλον, ὃ ἐνίεται τῇ αἰχμῇ ἢ τῷ σιδήρῳ τῆς ἐπιδορατίδος» Εὐστ., ἢ «τὸ ἄκρον τοῦ δόρατος, τὸ ἀπωξυμμένον, εἰς ὃ ἐμβιβάζεται τὸ κοῖλον τοῦ δόρατος» Ἡσύχ.·- πλὴν ἐν Ἰλ. Π. 338, ἐπὶ τῆς λαβῆς ξίφους, ἀμφὶ δὲ καυλὸν φάσγανον ἐρραίσθη, τὸ κατὰ τὴν λαβὴν ἐπίμηκες τοῦ ξίφους καὶ στενόν, Εὐστ. 3) ἐπὶ διαφόρων σωληνοειδῶν μερῶν ἐν τῷ σώματι τῶν ζῴων, καυλὸς πτεροῦ, τὸ πρὸς τὴν ῥίζαν μέρος τοῦ πτεροῦ, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2.12, 8·- Ὁ τράχηλος τῆς (οὐροδόχου) κύστεως, αὐτόθι 1. 17, 17, κἑξ.· τὸ στέλεχος τῆς πόσθης, αὐτόθι 2. 1, 15 («τοῦ αἰδοίου τὸ πρόμηκες, δι’ οὗ τὸ ἐκ κύστεως ὑγρὸν ἐπιρρεῖ» Πολυδ. Β΄, 171)· τὸ στόμιον τῆς μήτρας, αὐτόθι 20· ἡ ᾠοθήκη τῶν ἀκρίδων, αὐτόθι 5. 28, 1. 4) ἁλιευτικὸς κάλαμος, Ὀππ. Ἁλ. 3. 148. ΙΙ. λάχανόν τι ἐκ τοῦ εἴδους τῆς κράμβης, Λατ. caulis, Ἀγγλ. cole, «κουνουπίδι», Ἄλεξ. ἐν «Λεβ.» 2. ΙΙΙ. = πόσθη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 20, Διοδ. Ἐκλογ. 521, 5, κτλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: shaft, stalk, quillpart of a feather (Il.; on the botan. a. anatom. meaning Strömberg Theophrastea 95ff. und 49).
Compounds: Often as 2. member, e. g. μονό-καυλος (Thphr.; Strömberg 104f.), rarely as 1. member, a. o. in καυλο-κινάρα the shaft of the artichoke (Gp.; s. Strömberg Wortstudien 7).
Derivatives: Two diminut.: καυλίον (Arist.), καυλίσκος (J., D. S., Dsc.); καυλεῖον = καυλός (Nic.; after ἀγγεῖον a. o.); καυλίας sap of the shaft (Thphr.; as ῥιζίας root-sap, cf. Strömberg Theophrastea 91, Chantraine Formation 94f.); καυλίνης fish-name = χλωρὸς κωβιός (Diph. Siph. ap. Ath. 8, 355c; after the colour, Strömberg Fischnamen 26; formation like Αἰσχίνης); καυλικός, καυλώδης stem-like (Thphr.), καύλινος consisting of a shaft (Luc.), καυλωτός with a stem (Eudem. Phil. IVa; as αὑλωτός etc.); καυληδόν shaft for shaft (Opp.). Denomin. verb καυλίζομαι have a shaft (Ar. Fr. 404). δικαυλέω have two shafts, ἐκκαυλέω grow out in one shaft with ἐκκαύλησις, -ημα, ἐκκαυλίζω remove the shaft (Thphr.) from virtual *δι-καυλος, *ἔκ-καυλος etc. and (καυλέω only Suid.).
Origin: IE [Indo-European] [537] *keh₂ulos shaft
Etymology: Old inherited word, also in Latin and in Baltic: Lat. caulis m. shaft (i-stem sec., s. Leumann Lat. Gramm. 232); Lith. káulas bone, cube, Latv. kaũls id., also shaft, Pruss. caulan bone; derived MIr. cuaille pole (< *kaulīni̯o-). Not to Skt. kulyā́ ditch, canal and Germ. word for hollow, hohl, ONord. holr, Goth. us-hulōn hollow out. See W.-Hofmann s. caulis and Fraenkel s. káulas.

Middle Liddell

καυλός, οῦ,
I. the shaft of a spear, Il.: the hilt of a sword, Il.
II. the stalk of a plat, Ar., etc.

Frisk Etymology German

καυλός: {kaulós}
Grammar: m.
Meaning: Schaft, Stengel, Stiel, Federkiel (Il., ion.-att.; zur botan. u. anatom. Bed. Strömberg Theophrastea 95ff. und 49).
Composita: Oft als Hinterglied, z. B. μονόκαυλος (Thphr. u. a.; Strömberg 104f.), vereinzelt als Vorderglied, u. a. in καυλοκινάρα der Stengel der Artischocke (Gp.; vgl. Strömberg Wortstudien 7).
Derivative: Mehrere Ableitungen. Zwei Deminutiva: καυλίον (Arist., Pap. u. a.), καυλίσκος (J., D. S., Dsk.); καυλεῖον = καυλός (Nik.; nach ἀγγεῖον u. a.); καυλίας Stengelsaft (Thphr.; wie ῥιζίας Wurzelsaft, vgl. Strömberg Theophrastea 91, Chantraine Formation 94f.); καυλίνης Fischname = χλωρὸς κωβιός (Diph. Siph. ap. Ath. 8, 355c; nach der Farbe, Strömberg Fischnamen 26; Bildung wie Αἰσχίνης u. a.); καυλικός, καυλώδης stengelartig (Thphr.), καύλινος aus einem Stengel bestehend (Luk.), καυλωτός mit Stengel versehen (Eudem. Phil. IVa; wie αὐλωτός u. a.); καυληδόν stengelweise (Opp. u. a.). Denominatives Verb καυλίζομαι mit Schaft versehen sein (Ar. Fr. 404). Dagegen gehen δικαυλέω zwei Stengel haben, ἐκκαυλέω in einem Stengel auswachsen, einen Stengel schießen mit ἐκκαύλησις, -ημα, ἐκκαυλίζω den Stengel entfernen (Thphr. u. a.) usw. von virtuellen *δικαυλος, *ἔκκαυλος usw. aus (καυλέω nur Suid.). Zu ngr. καυλώνω sexuell erhitzt sein Caratzas Glotta 33, 121.
Etymology: Altes Erbwort, das auch im Latein und im Baltischen vorhanden ist: lat. caulis m. Stengel (i-Stamm wohl sekundär, s. Leumann Lat. Gramm. 232); lit. káulas (mit abweichendem Stoßton) Knochen, Bein, Würfel, lett. kaũls ib., auch Stengel, preuss. caulan Bein; dazu das abgeleitete mir. cuaille Pfahl (aus *kaulīni̯o-). Weitere Beziehung zu aind. kulyā́ Bach, Graben, Kanal und zu dem germ. Wort für ‘hohl’, z. B. anord. holr, got. us-hulōn aushöhlen (idg. *qaul-, *qul-?) ist gänzlich unsicher, s. Mayrhofer Wb. s. kulyam; weitere Einzelheiten m. Lit. bei W.-Hofmann s. caulis und Fraenkel s. káulas. — Ein Reimwort ist αυλός, s. d.
Page 1,802-803

English (Woodhouse)

end of a feather, stalk of a plant

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)