ες, (λήθη) A lethargic, ὕπνος Hsch.s.v.κῶμα.
[Seite 38] ες, vergeßlich, νόσος, zur Erkl. von λήθαργος, Thom. Mag.
ληθώδης: -ες, (λήθη) πρόξενος λήθης, Ἡσύχ.
ληθώδης, -ῶδες (Α) λήθηληθαργικός.