ληθαργικός
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
ληθαργική, ληθαργικόν, lethargic, affected by lethargic fever, drowsy, that makes one forget, Hp.Coac.136, Praxag. ap.Gal.17(1).889, Ruf. ap. Orib.7.26.129, 8.24.30, AP9.141.
German (Pape)
[Seite 38] schlafsüchtig, Hippocr.; Ath. XV, 689 c; vgl. Ep. ad. 411 (IX, 141).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
léthargique.
Étymologie: λήθαργος.
Russian (Dvoretsky)
ληθαργικός: погруженный в забытье, охваченный глубоким сном Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ληθαργικός: -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐκ ληθαργίας ἢ ὑποκείμενος εἰς ληθαργίαν, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 137, Ἀνθ. Π. 9. 141.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ληθαργικός, -ή, -όν) λήθαργος (Ι)]
αυτός που βρίσκεται σε λήθαργο
νεοελλ.
αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται στον λήθαργο («ληθαργική κατάσταση»).
Greek Monotonic
ληθαργικός: -ή, -όν, νυσταλέος, αυτός που πάσχει από νύστα, που έχει πέσει σε λήθαργο, κωματώδης, σε Ανθ.
Translations
lethargic
Bulgarian: сънлив, отпуснат, апатичен; Catalan: letàrgic; Chinese Mandarin: 昏睡的; Finnish: unelias, veltto, vetelä; French: mollasson, léthargique; Ancient Greek: γεώδης, καταφορικός, κατάφορος, καταφορώδης, κωματώδης, ληθαργικός, λήθαργος, ληθώδης, νωθώδης, νωκαρώδης; Italian: letargico; Maori: ārangirangi; Portuguese: letárgico; Russian: вялый, апатичный; Sanskrit: अलस; Spanish: tardo, letárgico; Swedish: letargisk; Telugu: మందకొడి; Tocharian B: ālase
drowsy
Albanian: përgjumur; Arabic: نَعْسَان; Bulgarian: сънлив; Catalan: somnolent; Chinese Mandarin: 想睡, 昏昏欲睡, 睏/困; Czech: ospalý; Dutch: slaperig; Esperanto: dormema; Finnish: unelias; French: ensommeillé, somnolent; Galician: durmiñento; German: schläfrig; Greek: νυσταγμένος; Ancient Greek: καρηβαρής, καρῶδες, καρώδης, ληθαργικός, νυστακτής, νυσταλέος, νύσταλος, ὑπνηλός, ὑπνηρός, ὑπνίδιος, ὑπνῶδες, ὑπνώδης, ὑπνωτικός; Irish: codlatach, suanmhar, néalmhar, sámh; Italian: insonnolito, assonnato; Japanese: 眠い, 眠たい; Latin: soporus, somnolentus, somniculosus; Latvian: miegains; Lithuanian: mieguistas; Macedonian: сонлив; Maori: pōuruuru, hāmoemoe, hiamoe, hinamoe, harotu; Persian: خواب و بیدار، نیمه خواب; Polish: senny, ospały; Portuguese: sonolento, modorrento; Russian: сонный, сонливый, заспанный; Scottish Gaelic: suaineach; Serbo-Croatian Cyrillic: по̏спа̄н, са̀њив, дрѐмљив; Roman: pȍspān, sànjiv, drèmljiv; Spanish: adormecido, soñoliento, somnífero, soporífero, somnoliento; Swedish: dåsig; Welsh: cysglyd