ἡ, (λύκος) A = κυνάγχη, Cael.Aur.CP3.1.
λῠκάγχη: ἡ, (λύκος) = κυνάγχη, παρὰ τῷ Λατίνῳ Coel. Aur. ἐν Μ. Ac. 3. 1, 1.
λυκάγχη, ἡ (Α)είδος συναχιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -άγχη (< ἄγχω «πνίγω»), πρβλ. κυν-άγχη, στηθ-άγχη].