λιτρώδης

Revision as of 11:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ες,    A = νιτρώδης, Pl.Ti.65e, Thphr.Fr.159, Gal.6.559: Comp. -εστέρα Ath.2.43b.

Greek (Liddell-Scott)

λιτρώδης: -ες, (εἶδος) ἀρχαιότερος τύπος ἀντὶ νιτρώδης, Πλάτ. Τίμ. 65Ε.

Greek Monolingual

λιτρώδης, -ῶδες (Α)
(αρχ. τ.) νιτρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίτρον «νίτρον»].

Russian (Dvoretsky)

λιτρώδης: Plat. = νιτρώδης.