λιτρώδης

English (LSJ)

λιτρῶδες, = νιτρώδης, Pl.Ti.65e, Thphr. Fragmenta 159, Gal.6.559: Comp. λιτρωδεστέρα Ath.2.43b.

German (Pape)

ες, att. = νιτρώδης, Plat. Tim. 65e, v.l.; Kompar., Ath. II.42a.

Russian (Dvoretsky)

λιτρώδης: Plat. = νιτρώδης.

Greek (Liddell-Scott)

λιτρώδης: -ες, (εἶδος) ἀρχαιότερος τύπος ἀντὶ νιτρώδης, Πλάτ. Τίμ. 65Ε.

Greek Monolingual

λιτρώδης, -ῶδες (Α)
(αρχ. τ.) νιτρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίτρον «νίτρον»].