λοιδορησμός

Revision as of 11:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A = λοιδορία, Ar.Ra.758.

Greek (Liddell-Scott)

λοιδορησμός: -οῦ, ὁ, = λοιδορία, ἐκ διαβολᾶς λοιδορησμός, λοιδορησμοῦ δ’ ἔκ μάχα Ἐπίχ. 122 Ahr., πρβλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 758.

Greek Monolingual

λοιδορησμός, ὁ (Α)
λοιδορία («ἐκ διαβολᾱς λοιδορησμός», Επίχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί του ορθού λοιδορισμός < λοιδορῶ, κατά τα παρ. τών ρ. σε -ίζω (βλ. και λοιδοριστής)].

Greek Monotonic

λοιδορησμός: -οῦ, ὁ, = λοιδορία, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

λοιδορησμός: ὁ Arph. = λοιδορία.

Middle Liddell

λοιδορησμός, οῦ, = λοιδορία, Ar.]