λοιδορησμός

From LSJ

Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt

Menander, Monostichoi, 547
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοιδορησμός Medium diacritics: λοιδορησμός Low diacritics: λοιδορησμός Capitals: ΛΟΙΔΟΡΗΣΜΟΣ
Transliteration A: loidorēsmós Transliteration B: loidorēsmos Transliteration C: loidorismos Beta Code: loidorhsmo/s

English (LSJ)

ὁ, = λοιδορία, Ar.Ra.758.

German (Pape)

ὁ, das Schmähen, Ar. Ran. 757.

Russian (Dvoretsky)

λοιδορησμός: ὁ Arph. = λοιδορία.

Greek (Liddell-Scott)

λοιδορησμός: -οῦ, ὁ, = λοιδορία, ἐκ διαβολᾶς λοιδορησμός, λοιδορησμοῦ δ’ ἔκ μάχα Ἐπίχ. 122 Ahr., πρβλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 758.

Greek Monolingual

λοιδορησμός, ὁ (Α)
λοιδορία («ἐκ διαβολᾱς λοιδορησμός», Επίχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί του ορθού λοιδορισμός < λοιδορῶ, κατά τα παρ. τών ρ. σε -ίζω (βλ. και λοιδοριστής)].

Greek Monotonic

λοιδορησμός: -οῦ, ὁ, = λοιδορία, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

λοιδορησμός, οῦ, = λοιδορία, Ar.]