λιχνότης

Revision as of 11:11, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ητος, ἡ,    A = λιχνεία, Sch.Ar.Av.1690.

Greek (Liddell-Scott)

λιχνότης: -ητος, ἡ, = λιχνεία, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1690.

Greek Monolingual

λιχνότης, ἡ (Α) λίχνος
η ιδιότητα του λίχνου, λαιμαργία, απληστία, λιχνεία.