μεγαλοκοίλιος

Revision as of 11:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A with large ventricles, Arist.PA667a29; with large intestinal canal, Mnesith. ap.Orib.21.7.6,7 (Sup.):—written μεγᾰλό-κοιλος ( = προγάστωρ) in Gal.6.467.

German (Pape)

[Seite 106] mit großer Höhlung, großem Bauche; Arist. p. an. 4, 4; Schol. Luc. Bacch. 2.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοκοίλιος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλας (τῆς καρδίας) τὰς κοιλίας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 4, 30· ― ἐν τοῖς Ἀντιγρ. τοῦ Γαλην. μεγαλόκοιλος.

Greek Monolingual

μεγαλοκοίλιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μεγάλες τις κοιλίες της καρδιάς
2. αυτός που έχει μεγάλες εντερικές αύλακες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + κοιλία (πρβλ. νευρο-κοίλιος, σκληρο-κοίλιος)].

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοκοίλιος: имеющий большие полости (sc. καρδία Arst.).