μείδημα

Revision as of 11:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ατος, τό,    A smile, Hes.Th.205 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

μείδημα: τό, μειδίαμα, «χαμόγελο», Ἡσ. Θ. 205.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sourire.
Étymologie: μειδιάω.

Greek Monolingual

μείδημα, -ατος, τὸ (Α) μειδώ
το μειδίαμα, το χαμόγελο.

Greek Monotonic

μείδημα: -ατος, τό, χαμόγελο, το να χαμογελά κάποιος, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

μείδημα: ατος τό улыбка Hes., Anth.

Middle Liddell

μείδημα, ατος, τό, [from μειδάω
a smile, smiling, Hes.