μελισσεύς

Revision as of 12:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

έως, ὁ,    A bee-keeper, Arist.HA626a10, PMasp.147.1 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 124] ὁ, Bienenwärter, Bienenwirth, Arist H. A. 9, 27.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσεύς: -έως, ὁ, μελισσουργός, μελισσοκόμος, Λατ. apiarius, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 37.

Greek Monolingual

μελισσεύς, -έως, ὁ (Α)
μελισσοκόμος, μελισσουργόςδιόπερ καὶ τούτοις οἱ μελισσεῑς ἐκ τῶν τελμάτων, ἀφ' ὧν ὑδρεύονται αἱ μέλιτται, θηρεύουσι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππ-εύς)].

Russian (Dvoretsky)

μελισσεύς: έως ὁ пчеловод Arst.