μελισσεύς
English (LSJ)
έως, ὁ, A bee-keeper, Arist.HA626a10, PMasp.147.1 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 124] ὁ, Bienenwärter, Bienenwirth, Arist H. A. 9, 27.
Greek (Liddell-Scott)
μελισσεύς: -έως, ὁ, μελισσουργός, μελισσοκόμος, Λατ. apiarius, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 37.
Greek Monolingual
μελισσεύς, -έως, ὁ (Α)
μελισσοκόμος, μελισσουργός («διόπερ καὶ τούτοις οἱ μελισσεῑς ἐκ τῶν τελμάτων, ἀφ' ὧν ὑδρεύονται αἱ μέλιτται, θηρεύουσι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππ-εύς)].
Russian (Dvoretsky)
μελισσεύς: έως ὁ пчеловод Arst.