μελανοφορέω
English (LSJ)
A wear black, Plu.2.557d.
German (Pape)
[Seite 120] schwarze Kleider tragen, Plut. de S. N. V. 12. Auch μελανηφορέω.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνοφορέω: φορῶ μέλανα ἐνδύματα, «μαυροφορῶ», Πλούτ. 2. 557D· μελᾰνο-φόρος, ον, ὁ φορῶν μέλανα, πένθιμα, «μαυροφόρος», Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 338· πρβλ. μελανηφόρος.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
μελᾰνοφορέω: носить черное платье, быть одетым в черное Plut.