μελάνσπερμον

Revision as of 12:01, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A = μελάνθιον, Dsc.Eup.2.97.

German (Pape)

[Seite 120] τό, Schwarzsame, eine Pflanze, = μελάνθιον, Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
nielle, plante.
Étymologie: μέλας, σπέρμα.

Greek Monolingual

μελάνσπερμον, τὸ (Α)
το ποώδες φυτό μελάνθιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + σπέρμα.