ον, A = μαψιλόγος, Hsch.
μαψίφωνος: -ον, = μαψιλόγος, Ἡσύχ.
μαψίφωνος, -ον (Α)(κατά τον Ησύχ.) ο μαψιλόγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάψ (ΙΙ) + -φωνος (< φωνή), πρβλ. υψί-φωνος, σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος.