Μέσορος, A v. μεσούριον, μέσσορος.
[Seite 139] τό, Gränze zwischen zwei Orten, Sp.
μεσόριον: μέσορος, ἴδε μεσούριον, μέσσορος.
μεσόριον, τὸ (Α)βλ. μεσούριον.