μέσσορος

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέσσορος Medium diacritics: μέσσορος Low diacritics: μέσσορος Capitals: ΜΕΣΣΟΡΟΣ
Transliteration A: méssoros Transliteration B: messoros Transliteration C: messoros Beta Code: me/ssoros

English (LSJ)

ὁ, for Μέσορος, boundary-stone, Tab.Heracl.1.63, al.

Greek (Liddell-Scott)

μέσσορος: ὁ, ἀντὶ μέσορος, λίθος ὁρίζων τὸ ὅριον μεταξὺ δύο κτημάτων, σύνορον, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 63, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

μέσσορος και μέσορος, ὁ (Α)
λίθος ο οποίος ορίζει το όριο μεταξύ δύο κτημάτων, το σύνορο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- (για τα δύο -σσ- βλ. λ. μέσος) + ὅρος (πρβλ. όμορος, σύνορος].