μειωτός

Revision as of 12:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A capable of diminution, Herm. ap. Stob.1.10.15.

German (Pape)

[Seite 117] verkleinernd, zu verkleinern, der Verkleinerung fähig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μειωτός: -ή, -όν, ὁ ἐλάττωσιν ἐπιδεχόμενος,

Greek Monolingual

μειωτός, -ή, -όν (Α) μειώ
αυτός που μπορεί να ελαττωθεί, που επιδέχεται μείωση.