μείωση
From LSJ
Greek Monolingual
η (ΑΜ μείωσις) μειώνω
ελάττωση, σμίκρυνση, λιγόστευση, περικοπή («η μείωση τών δαπανών»)
νεοελλ.
1. μτφ. ταπείνωση, εξευτελισμός, ηθική ζημία
2. βιολ. ειδική διαίρεση του κυττάρου, απαραίτητη στην αμφιγονία, κατά την οποία ένα κύτταρο που περιέχει διπλοειδή αριθμό χρωματοσωμάτων δίνει, όταν διαιρείται, δύο θυγατρικά κύτταρα, που καθένα φέρει τον μισό αριθμό χρωματοσωμάτων του μητρικού κυττάρου
αρχ.
(για τη σελήνη) χάση, μερική έκλειψη.