μελίστακτος

Revision as of 12:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον, = foreg. 2,    A Μοῦσαι AP4.1.33 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 124] dasselbe, Μοῦσαι, Mel. 1, 31 (IV, 1).

Greek Monolingual

μελίστακτος, -ον (Μ)
μελισταγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + στακτός (< στάζω), πρβλ. πυρό-στακτος].

Greek Monotonic

μελίστακτος: -ον, το προηγ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μελίστακτος: Anth. = μελισταγής.

Middle Liddell

μελί-στακτος, ον = μελιστᾰγής, Anth.]