μετεωρότης

Revision as of 12:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ητος, ἡ,    A sublimity, Corn.ND20.

German (Pape)

[Seite 160] ητος, ἡ, = Vorigem, Phurnut.

Greek (Liddell-Scott)

μετεωρότης: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ μετέωρος, Κορνοῦτ. 110.

Greek Monolingual

μετεωρότης, -ητος, ἡ (Α) μετέωρος
το να είναι κάτι μετέωρο.