μηνιαστεία
English (LSJ)
ἡ, A monthly service, PFlor.322.168 (iii A.D.).
Greek Monolingual
μηνιαστεία, ἡ (Α)
μηνιαία υπηρεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας», μέσω ενός αμάρτυρου τ. μηνιαστής.
ἡ, A monthly service, PFlor.322.168 (iii A.D.).
μηνιαστεία, ἡ (Α)
μηνιαία υπηρεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας», μέσω ενός αμάρτυρου τ. μηνιαστής.