μεταμελητός

Revision as of 12:32, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A repented of, Hsch.s.v. πεδάγρετον.

German (Pape)

[Seite 150] bereu't, Schol. Il. 1, 526.

Greek (Liddell-Scott)

μεταμελητός: -ή, -όν, δι’ ὃν μετανοεῖ τις, Ἡσύχ. ἐν λ. πεδάγρετον.

Greek Monolingual

μεταμελητός, -ή, -όν (Α) μεταμελούμαι
αυτός που μετάνιωσε, μετανιωμένος.