μεταμελούμαι

From LSJ

ὡς τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξοδον ποιεῖσθαι → regard as going to execution, regard as the outmarch to death

Source

Greek Monolingual

και μεταμέλομαι (ΑM μεταμέλομαι και μεταμελοῦμαι, -έομαι) μέλλω
1. αλλάζω γνώμη ή απόφαση («μετεμέλοντο τὰς σπονδὰς οὐ δεξάμενοι», Θουκ.)
2. μετανοώ για κάτι που έκανα ή για ό,τι παρέλειψα να κάνω («δῆλον ἦν μεταμελόμενος ἐπὶ τῇ ἐκείνων ὕβρει», Μηναί.)
μσν.
1. αλλάζω διάθεση ή διαγωγή απέναντι σε κάποιον
2. (για τον Θεό) ευσπλαχνίζομαι, δείχνω έλεος
μσν.-αρχ.
(σπαν. το ενεργ.) μεταμελῶ, -έω
κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη
αρχ.
1. (το ενεργ. ως απρόσ.) (συν. με δοτ. προσ. και γεν. πράγματος) μεταμέλει μοί τίνος
μετανοώ για κάτι (α. «νῦν τοίνυν ὑμῖν μεταμελησάτω τῶν πεπραγμένων», Λυσ.
β. «οὔτε νῦν μοι μεταμέλει οὕτως ἀπολογησαμένῳ», Πλούτ.)
2. (το ουδ. μτχ. μέλλ. ως ουσ.) το μεταμελησόμενον
α) αυτό που πρόκειται να προξενήσει μετάνοια
β) η μετάνοια, το μετάνιωμα.