μοιρογνωμόνιον

Revision as of 12:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό, (   A μοῖρα 1.5, γνώμων) pointer on a dial in the διόπτρα, Hero Dioptr.34,al.

German (Pape)

[Seite 198] ὄργανον, τό, Gradmesser, ein astronomisches Instrument des Ptolemäus.

Greek (Liddell-Scott)

μοιρογνωμόνιον: ὄργανον, τό, (μοῖρα Ι. 5, γνώμων), ἀστρονομικόν τι ὄργανον ὃ μετεχειρίζετο ὁ Πτολεμ. πρὸς καταμέτρησιν τῶν μοιρῶν.