μολυβδικός

Revision as of 12:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A leaden, Gloss.

German (Pape)

[Seite 200] bleiern, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μολυβδικός: -ή, -όν, μολύβδινος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

μολυβδικός και μολιβδικός, -ή, -όν (Α) μόλυβδος
μολύβδινος.