μολυβδοειδής

Revision as of 12:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A like lead, Hp.Int.32, Dsc.5.83, Aret.SA2.7.

German (Pape)

[Seite 200] ές, bleiartig, bes. bleifarbig, Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μολυβδοειδής: -ές, ὅμοιος μολύβδῳ, Διοσκ. 5. 98.

Greek Monolingual

-ές (Α μολυβδοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με μόλυβδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -ειδής].