μολυβδοειδής

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολυβδοειδής Medium diacritics: μολυβδοειδής Low diacritics: μολυβδοειδής Capitals: ΜΟΛΥΒΔΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: molybdoeidḗs Transliteration B: molybdoeidēs Transliteration C: molyvdoeidis Beta Code: molubdoeidh/s

English (LSJ)

μολυβδοειδές, like lead, Hp.Int.32, Dsc.5.83, Aret.SA2.7.

German (Pape)

[Seite 200] ές, bleiartig, bes. bleifarbig, Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μολυβδοειδής: -ές, ὅμοιος μολύβδῳ, Διοσκ. 5. 98.

Greek Monolingual

-ές (Α μολυβδοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με μόλυβδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -ειδής].